ἑ. καὶ βεβαίως Phld.Rh.1.70
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εστηκότως — ἑστηκότως (ΑΜ) επίρρ. σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, ότος τού ρ. ίστημι] … Dictionary of Greek
ἑστηκότως — firmly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)